- ὀλονθοφόρος
- ὀλονθο-φόρος, eine Art Feigenbaum
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολονθοφόρος — ὀλονθοφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πρώιμα ή άγουρα σύκα («ἄλλο γένος συκῆς... ὀλονθοφόρον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλονθος (ΙΙ) «άγουρο σύκο» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὀλονθοφόρον — ὀλονθοφόρος bearing masc/fem acc sg ὀλονθοφόρος bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ολονθοφορώ — ὀλονθοφορῶ, έω (Α) [ολονθοφόρος] παράγω πρώιμα ή άγουρα σύκα («εἴ τινες ἄρα τῶν συκῶν ὀλονθοφοροῡσιν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek